- ευλογία
- η1) благословение (тж. церк.); одобрение; 2) благодать;
τί ευλογία! — какая благодать!;
3) просфора;4) мед. см. ευλογιά
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τί ευλογία! — какая благодать!;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εὐλογία — εὐλογίᾱ , εὐλογία good or fine language fem nom/voc/acc dual εὐλογίᾱ , εὐλογία good or fine language fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευλογία — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος με επιδημικό χαρακτήρα και με βαριά γενικά συμπτώματα και δερματικές εκδηλώσεις (φλύκταινες). Παρατηρείται φυλετική προδιάθεση προς τη μαύρη φυλή. Η ε. (γνωστή από τους αρχαιότατους χρόνους στους λαούς της… … Dictionary of Greek
εὐλογίᾳ — εὐλογίαι , εὐλογία good or fine language fem nom/voc pl εὐλογίᾱͅ , εὐλογία good or fine language fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευλογία — η 1. η πράξη του ευλογώ, καλός λόγος, έπαινος. 2. ευχή για την ευτυχία κάποιου. 3. μτφ., πλούτος, αφθονία αγαθών: Ευλογία Θεού. 4. αντίδωρο που δίνει στους πιστούς ο παπάς. 5. (ιατρ.), εξανθηματική αρρώστια, αλλ. ευλογιά, βλογιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐλογίας — εὐλογίᾱς , εὐλογία good or fine language fem acc pl εὐλογίᾱς , εὐλογία good or fine language fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλογίαι — εὐλογία good or fine language fem nom/voc pl εὐλογίᾱͅ , εὐλογία good or fine language fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλογίαν — εὐλογίᾱν , εὐλογία good or fine language fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλογιῶν — εὐλογία good or fine language fem gen pl εὐλογίζω fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλογίαις — εὐλογία good or fine language fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλογίῃ — εὐλογία good or fine language fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλογίῃσιν — εὐλογία good or fine language fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)